ματοτσίνορο

ματοτσίνορο
ματοτσίνορο, το και ματοτσίνουρο, το
η βλεφαρίδα, το ματόκλαδο: Είχε μακριά και πυκνά ματοτσίνορα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βλεφαρίδα — η το ματοτσίνορο, το ματόκλαδο: Οι βλεφαρίδες της είναι βαμμένες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ματόκλαδο — το η βλεφαρίδα, το ματοτσίνορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”